- προσδιαστέλλω
- Α1. διαστέλλω περαιτέρω2. διακρίνω επί πλέον3. μέσ. προσδιαστέλλομαια) προσδιορίζω κάτι επί πλέονβ) συμφωνώ με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσδιαστολή — ἡ, Α [προσδιαστέλλω] η επί πλέον διάκριση με προσθήκη ιδιαίτερου ορισμού ή σημείου … Dictionary of Greek